ἑτεροουσίως

ἑτεροουσίως
ἑτεροούσιος
differing in substance
adverbial
ἑτεροούσιος
differing in substance
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ετερούσιος — ο και ετεροούσιος, ο (ΑΜ ἑτερούσιος, ον και ἑτεροούσιος, ον) αυτός που είναι διαφορετικός κατά την ουσία ἡ τη φύση, αυτός που δεν είναι ομοούσιος («ετερούσιον δόγμα» το δόγμα τών Αρειανών, οι οποίοι αρνούνταν το ομοούσιο τού Πατρός και τού Υιού) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”